- κάρταλ(λ)ος
- κάρταλ(λ)ος, ὁ (AM)καλάθι με στενή συνήθως βάσηαρχ.1. καλάθι που περιείχε προσφορές πιστών σε γιορτή2. κλουβί για πουλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος, ὁ «καλάθι, κλουβί πτηνών», οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kert- «στρίβω, στρέφω μαζί, συστρέφω». Επίσης πιθ. να συνδέεται με τα καρταλάμιον «μικρό καλάθι» και καρτάλαμον].
Dictionary of Greek. 2013.